- τρυφεροποιητής
- ο, Ν(τροφ.-τεχνολ.) ειδικό εργαλείο με εξοχές ή δόντια το οποίο χρησιμοποιείται στη μαγειρική για τη σύνθλιψη τών μυϊκών ινών και τον τεμαχισμό τού συνδετικού ιστού τών μπιφτεκιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.